- διέρεισμα
- διέρ-εισμα, ατος, τό,A supporting beam, IG2.1054.68, 11(2).287 A 84 (Delos, iii B. C.); also δ. χαλκᾶ ib.2.652A25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διέρεισμα — το (Α διέρεισμα) [διερείδω] υποστήριγμα … Dictionary of Greek
διερείσματα — διέρεισμα supporting beam neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)